χαμαίφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαμαίφυτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chamaephyte < αρχαία ελληνική χαμαί + φυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμαίφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό που έχει τους αναπαραγωγικούς οφθαλμούς του κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, συνήθως κάτω από 25 εκατοστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμαίφυτο
Πηγές
επεξεργασία- χαμαίφυτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)