Δείτε επίσης: φόσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόσα οι φόσες
      γενική της φόσας των φοσών
    αιτιατική τη φόσα τις φόσες
     κλητική φόσα φόσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόσα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φό‐σα
ομόηχο: φόσσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόσα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία