φόσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόσα | οι | φόσες |
γενική | της | φόσας | των | φοσών |
αιτιατική | τη | φόσα | τις | φόσες |
κλητική | φόσα | φόσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φόσα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfo.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φό‐σα
- ομόηχο: φόσσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φόσα θηλυκό
- (ζωολογία) διεθνής ονομασία σαρκοφάγου ζώου του είδους Cryptoprocta ferox
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φόσα στη Βικιπαίδεια