Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτόφωνο τα φωτόφωνα
      γενική του φωτόφωνου των φωτόφωνων
    αιτιατική το φωτόφωνο τα φωτόφωνα
     κλητική φωτόφωνο φωτόφωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτόφωνο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτόφωνον, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photophone < αρχαία ελληνική φωτο- + φωνή [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτόφωνο ουδέτερο

  • (παρωχημένο) συσκευή του εργαστηρίου του Γκράχαμ Μπελ (περίπου του 1880), που επέτρεπε στην ομιλία να μεταφέρεται από δέσμη φωτός [2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Photophone στην αγγλική Βικιπαίδεια