Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτόφωνον < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photophone → και δείτε τη λέξη φωτόφωνο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτόφωνον ουδέτερο