φωτόσπαρτος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φωτόσπαρτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του φωτοσπαρμένος που είναι γεμάτος φώτα
- αντίκρισε με τα μάτια του τα γαλάζια νερά του Κορινθιακού να λαμπυρίζουν σαν φωτόσπαρτοι κάμποι (Χρειάζεται όνομα συγγραφέα και έργου)
- ≈ συνώνυμα: φωτόλουστος, φωτοσπαθάτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτόσπαρτος
→ δείτε τη λέξη φωτοσπαρμένος |
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)