φωτεινότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτεινότερος < φωτειν-ότερος, συγκριτικός βαθμός του φωτεινός
Επίθετο
επεξεργασίαφωτεινότερος, -η, -ο
- που είναι πιο φωτεινός
- Εχει φωτεινότερη κουζίνα αλλά σκοτεινότερο σαλόνι
Παράγωγα
επεξεργασία- φωτεινότερα (επίρρημα)