φωναγγειογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωναγγειογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική phonangiographie < phon(o)- (< αρχαία ελληνική φωνή) + angio- (< αρχαία ελληνική ἀγγεῖον) + -graph-/gram + γράφημα. Αναλύεται σε φων(ή) + αγγεί(ο) + -ο- + γράφημα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωναγγειογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική) (παρωχημένο) (σπάνιο): το διάγραμμα (γραφική παράσταση) που λαμβάνεται κατά τη φωναγγειογραφία
Συγγενικά επεξεργασία
- φωναγγειογραφία
- και → δείτε τη λέξη φωνή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωναγγειογράφημα
|