Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωναγγειογράφημα τα φωναγγειογραφήματα
      γενική του φωναγγειογραφήματος των φωναγγειογραφημάτων
    αιτιατική το φωναγγειογράφημα τα φωναγγειογραφήματα
     κλητική φωναγγειογράφημα φωναγγειογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωναγγειογράφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική phonangiographie < phon(o)- (< αρχαία ελληνική φωνή) + angio- (< αρχαία ελληνική ἀγγεῖον) + -graph-/gram + γράφημα. Αναλύεται σε φων(ή) + αγγεί(ο) + -ο- + γράφημα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.naŋ.ɟi.oˈɣɾa.fi.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωναγγειογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία