φτωχάνθι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτωχάνθι | τα | φτωχάνθια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φτωχάνθι | τα | φτωχάνθια |
κλητική | φτωχάνθι | φτωχάνθια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ftoˈxan.θi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χάν‐θι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτωχάνθι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) [1] λουλούδι ταπεινό, που δεν είναι γνωστό για την ομορφιά του
- ※ […] μα κ' η ζώχα κ' η ασφάκα, κι' όσα ανθούνε στην πλαγιά και στη λάκκα· κι' όσα φτωχάνθια ξοχικά όλα τής είναι, όλα γλυκά· μα κι' ο πάλιουρας ο αγκαθωτός καλόδεχτος κ' εκείνος.
- ⌘ Γιάννης Βλαχογιάννης, Η πεταλούδα, 1920 [διήγημα] απόσπασμα@books.google (μεταγραφή σε μονοτονικό)
- ≈ συνώνυμα: φτωχολούλουδο
- ※ […] μα κ' η ζώχα κ' η ασφάκα, κι' όσα ανθούνε στην πλαγιά και στη λάκκα· κι' όσα φτωχάνθια ξοχικά όλα τής είναι, όλα γλυκά· μα κι' ο πάλιουρας ο αγκαθωτός καλόδεχτος κ' εκείνος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτωχάνθι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φτωχάνθι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)