φρονιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φρονιμότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρονιμότης από την αιτιατική ενικού «τὴν φρονιμότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε φρόνιμ(ος) + -ότητα.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾo.niˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρο‐νι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- φρόνιμος (& φρονιμότητα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
φρονιμότητα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)