φρονιμότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φρονιμότης | αἱ | φρονιμότητες | ||||
γενική | τῆς | φρονιμότητος | τῶν | φρονιμοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | φρονιμότητῐ | ταῖς | φρονιμότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | φρονιμότητᾰ | τὰς | φρονιμότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | φρονιμότης | φρονιμότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρονιμότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φρονιμοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρονιμότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φρόνιμο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρονιμότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- συνώνυμο του φρόνησις: φρονιμάδα, φρονιμότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη φρήν
Πηγές
επεξεργασία- φρονιμότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.