Δείτε επίσης: φρονιμίτης
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φρονιμότης αἱ φρονιμότητες
      γενική τῆς φρονιμότητος τῶν φρονιμοτήτων
      δοτική τῇ φρονιμότητ ταῖς φρονιμότησ(ν)
    αιτιατική τὴν φρονιμότητ τὰς φρονιμότητᾰς
     κλητική ! φρονιμότης φρονιμότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρονιμότητε
γεν-δοτ τοῖν  φρονιμοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρονιμότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φρόνιμο(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρονιμότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε και τη λέξη φρήν