Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρενολογικός η φρενολογική το φρενολογικό
      γενική του φρενολογικού της φρενολογικής του φρενολογικού
    αιτιατική τον φρενολογικό τη φρενολογική το φρενολογικό
     κλητική φρενολογικέ φρενολογική φρενολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρενολογικοί οι φρενολογικές τα φρενολογικά
      γενική των φρενολογικών των φρενολογικών των φρενολογικών
    αιτιατική τους φρενολογικούς τις φρενολογικές τα φρενολογικά
     κλητική φρενολογικοί φρενολογικές φρενολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρενολογικός < φρενολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

φρενολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία