Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρενολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρενολογικ
ός
η
φρενολογικ
ή
το
φρενολογικ
ό
γενική
του
φρενολογικ
ού
της
φρενολογικ
ής
του
φρενολογικ
ού
αιτιατική
τον
φρενολογικ
ό
τη
φρενολογικ
ή
το
φρενολογικ
ό
κλητική
φρενολογικ
έ
φρενολογικ
ή
φρενολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρενολογικ
οί
οι
φρενολογικ
ές
τα
φρενολογικ
ά
γενική
των
φρενολογικ
ών
των
φρενολογικ
ών
των
φρενολογικ
ών
αιτιατική
τους
φρενολογικ
ούς
τις
φρενολογικ
ές
τα
φρενολογικ
ά
κλητική
φρενολογικ
οί
φρενολογικ
ές
φρενολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρενολογικός
<
φρενολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
φρενολογικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με τη
φρενολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρενολογικός
γαλλικά
:
phrénologique
(fr)