Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fʁe.nɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phrénologique phrénologiques

phrénologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό