φράξινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φράξινος | η | φράξινη | το | φράξινο |
γενική | του | φράξινου | της | φράξινης | του | φράξινου |
αιτιατική | τον | φράξινο | τη | φράξινη | το | φράξινο |
κλητική | φράξινε | φράξινη | φράξινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φράξινοι | οι | φράξινες | τα | φράξινα |
γενική | των | φράξινων | των | φράξινων | των | φράξινων |
αιτιατική | τους | φράξινους | τις | φράξινες | τα | φράξινα |
κλητική | φράξινοι | φράξινες | φράξινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φράξινος, -η, -ο
- που είναι φτιαγμένος από ξύλο φράξου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φράξινος
|