Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορομπηχτικός η φορομπηχτική το φορομπηχτικό
      γενική του φορομπηχτικού της φορομπηχτικής του φορομπηχτικού
    αιτιατική τον φορομπηχτικό τη φορομπηχτική το φορομπηχτικό
     κλητική φορομπηχτικέ φορομπηχτική φορομπηχτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορομπηχτικοί οι φορομπηχτικές τα φορομπηχτικά
      γενική των φορομπηχτικών των φορομπηχτικών των φορομπηχτικών
    αιτιατική τους φορομπηχτικούς τις φορομπηχτικές τα φορομπηχτικά
     κλητική φορομπηχτικοί φορομπηχτικές φορομπηχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορομπηχτικός < φορομπήχτης

  Επίθετο επεξεργασία

φορομπηχτικός

  • φορομπηχτική πολιτική, κυβέρνηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία