φορομπήχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορομπήχτης < φόρος + μπήγω < μπήγνω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορομπήχτης αρσενικό
- που επιβάλλει σκληρή φορολόγηση, που η φορολογία του είναι τραυματική σαν να μπήγει κάποιος το σπαθί ή το μαχαίρι στις σάρκες των φορολογουμένων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορομπήχτης
|