φοροεκπτωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φοροεκπτωτικός < φοροέκπτωση + -τικός < φόρος + -ο- + έκπτωση
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φοροεκπτωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την φοροέκπτωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- φοροέκπτωση
- → δείτε τις λέξεις φόρος, φέρω, εκπίπτω και πέφτω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φοροεκπτωτικός
|