φλούφλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φλούφλης < (άμεσο δάνειο) αγγλική fluffy (ανόητος, ελαφρόμυαλος) με εκφραστική αναδίπλωση [φλ-] [φλ-] στα ελληνικά[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλούφλης αρσενικό
- (προφορικό, μειωτικό) ανόητο άτομο, το οποίο λέει πολλά αλλά χωρίς νόημα
- ※ «Φλώρο», «φλούφλη» και «βούτυρο» με αποκαλούσαν κατά τα επόμενα χρόνια, άλλοτε κοροϊδευτικά ή και απειλητικά κι άλλοτε με εντελώς ουδέτερο ύφος, σαν να τους διέφευγε απλώς το πραγματικό μου όνομα.
- Χρήστος Χωμενίδης, Το σπίτι και το κελλί, αρχική δημοσίευση: (2005), εκδόσεις: Πατάκη, ISBN 9789601637105, @google.gr/books
- ※ Ο Χαρίλαος εύλογα είχε κεραυνοβοληθεί. Αυτός ο οποίος μιλούσε ήταν ένας σεβαστός σύντροφος της παλιάς φρουράς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου -είχε ζήσει τις εποχές Στάλιν, Χρουστσώφ, Μπρέζνιεφ- κι όχι ένας «φλούφλης» ακαδημαϊκός ή Ιταλός ευρωκομμουνιστής.
- Μίμης Ανδρουλάκης, Κάτω από τις στάχτες, αρχική δημοσίευση: (2022), εκδόσεις: Πατάκη, ISBN 9789601690377, @google.gr/books
- ※ «Φλώρο», «φλούφλη» και «βούτυρο» με αποκαλούσαν κατά τα επόμενα χρόνια, άλλοτε κοροϊδευτικά ή και απειλητικά κι άλλοτε με εντελώς ουδέτερο ύφος, σαν να τους διέφευγε απλώς το πραγματικό μου όνομα.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φλούφλης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φλούφλης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)