Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλούφλης οι φλούφληδες
      γενική του φλούφλη των φλούφληδων
    αιτιατική τον φλούφλη τους φλούφληδες
     κλητική φλούφλη φλούφληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλούφλης < αγγλική fluff (από την έννοια του ανόητου) [1] + -λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλούφλης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)