φιρικιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιρικιά | οι | φιρικιές |
γενική | της | φιρικιάς | των | φιρικιών |
αιτιατική | τη | φιρικιά | τις | φιρικιές |
κλητική | φιρικιά | φιρικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.riˈcia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐ρι‐κιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιρικιά θηλυκό
- (φυτό) ποικιλία μηλιάς που καλλιεργείται κυρίως στο Πήλιο και παράγει το μικρό και υπόξινο μήλο φιρίκι (είναι από το 2010 ΠΟΠ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιρικιά
|