Πήλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πήλιο | ||
γενική | του | Πηλίου & Πήλιου | ||
αιτιατική | το | Πήλιο | ||
κλητική | Πήλιο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Πήλιο < αρχαία ελληνική Πήλιον < προελληνική [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πήλιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Πήλιο στη Βικιπαίδεια