φινετσάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φινετσάτος < φινέτσα
Επίθετο
επεξεργασίαφινετσάτος
- ο κομψός, για άνθρωπο που έχει κομψό ντύσιμο αλλά και λεπτούς τρόπους, χαριτωμένος αλλά όχι λεπτεπίλεπτος, που διαχειρίζεται αποτελεσματικά αλλά επιδέξια και με λεπτότητα τις καταστάσεις
- για ντύσιμο που διακρίνεται από κομψότητα και λεπτό γούστο