Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φινετσάτος η φινετσάτη το φινετσάτο
      γενική του φινετσάτου της φινετσάτης του φινετσάτου
    αιτιατική τον φινετσάτο τη φινετσάτη το φινετσάτο
     κλητική φινετσάτε φινετσάτη φινετσάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φινετσάτοι οι φινετσάτες τα φινετσάτα
      γενική των φινετσάτων των φινετσάτων των φινετσάτων
    αιτιατική τους φινετσάτους τις φινετσάτες τα φινετσάτα
     κλητική φινετσάτοι φινετσάτες φινετσάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φινετσάτος < φινέτσα

  Επίθετο επεξεργασία

φινετσάτος

  1. ο κομψός, για άνθρωπο που έχει κομψό ντύσιμο αλλά και λεπτούς τρόπους, χαριτωμένος αλλά όχι λεπτεπίλεπτος, που διαχειρίζεται αποτελεσματικά αλλά επιδέξια και με λεπτότητα τις καταστάσεις
  2. για ντύσιμο που διακρίνεται από κομψότητα και λεπτό γούστο

  Μεταφράσεις επεξεργασία