φινετσάτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φινετσάτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φινετσάτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φινετσάτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φινετσάτος
φινετσάτων