↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοπεριβαλλοντικός η φιλοπεριβαλλοντική το φιλοπεριβαλλοντικό
      γενική του φιλοπεριβαλλοντικού της φιλοπεριβαλλοντικής του φιλοπεριβαλλοντικού
    αιτιατική τον φιλοπεριβαλλοντικό τη φιλοπεριβαλλοντική το φιλοπεριβαλλοντικό
     κλητική φιλοπεριβαλλοντικέ φιλοπεριβαλλοντική φιλοπεριβαλλοντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοπεριβαλλοντικοί οι φιλοπεριβαλλοντικές τα φιλοπεριβαλλοντικά
      γενική των φιλοπεριβαλλοντικών των φιλοπεριβαλλοντικών των φιλοπεριβαλλοντικών
    αιτιατική τους φιλοπεριβαλλοντικούς τις φιλοπεριβαλλοντικές τα φιλοπεριβαλλοντικά
     κλητική φιλοπεριβαλλοντικοί φιλοπεριβαλλοντικές φιλοπεριβαλλοντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοπεριβαλλοντικός < φιλο- + περιβαλλοντικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.lo.pe.ɾi.va.lon.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λο‐πε‐ρι‐βαλ‐λο‐ντι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλοπεριβαλλοντικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr