φιλελληνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλελληνικός < φιλέλληνας + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική philhellénique)
Επίθετο
επεξεργασίαφιλελληνικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον φιλελληνισμό ή τους φιλέλληνες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- φιλελληνικά
- → δείτε τις λέξεις φιλέλληνας, φίλος και Έλληνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλελληνικός