φιλεκπαιδευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλεκπαιδευτικός < φιλ- + εκπαιδευτικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.lek.pe.ðe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λεκ‐παι‐δευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
φιλεκπαιδευτικός, -ή, -ό
- που γίνεται ή ιδρύεται από αγάπη για την εκπαίδευση
- ↪Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος
- ↪Φιλεκπαιδευτική προσπάθεια
- που υποστηρίζει την εκπαίδευση και την προωθεί
- ※ Οι Έλληνες λογίζονται φιλεκπαιδευτικός λαός. Είτε λόγω της αρχαιοελληνικής παράδοσης, είτε λόγω της γεωγραφικής θέσης και του γεωγραφικού αναγλύφου, είτε λόγω της ιδιαιτερότητας της ελληνικής γλώσσας η οποία επί Ελληνιστικών χρόνων ήταν η κυρίαρχη γλώσσα του δυτικού κόσμου, η λαϊκή σοφία έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη υπέρ του σχολείου. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις φίλος, εκπαίδευση και παιδί
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλεκπαιδευτικός
|
Πηγές επεξεργασία
- φιλεκπαιδευτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)