φιλειρηνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.li.ɾi.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fi.li.ɾi.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fi.li.ɾi.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
φιλειρηνικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από αγάπη για την ειρήνη στη δημόσια ζωή αλλά και στην ιδιωτική, στην καθημερινή ρουτίνα, ο μη ανταγωνιστικός
- που επιδιώκει και προωθεί τη διασφάλιση της ειρήνης