φετινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φετινός | η | φετινή | το | φετινό |
γενική | του | φετινού | της | φετινής | του | φετινού |
αιτιατική | τον | φετινό | τη | φετινή | το | φετινό |
κλητική | φετινέ | φετινή | φετινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φετινοί | οι | φετινές | τα | φετινά |
γενική | των | φετινών | των | φετινών | των | φετινών |
αιτιατική | τους | φετινούς | τις | φετινές | τα | φετινά |
κλητική | φετινοί | φετινές | φετινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφετινός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φετινός