Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακογνωσία οι φαρμακογνωσίες
      γενική της φαρμακογνωσίας των φαρμακογνωσιών
    αιτιατική τη φαρμακογνωσία τις φαρμακογνωσίες
     κλητική φαρμακογνωσία φαρμακογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacognosy < pharmaco- + -gnosy < φάρμακον + γνῶσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμακογνωσία θηλυκό

  1. η επιστημονική μελέτη φυσικών ουσιών, κυρίως φυτών, αλλά και ορυκτών, ώστε να απομονωθούν φυσικά δραστικά συστατικά και να μελετηθούν ως φάρμακα
  2. φαρμακογνωσία-φαρμακολογία: τομέας του πανεπιστημιακού τμήματος της Φαρμακευτικής
    μπορεί κάποιος να επιλέξει τη «Γενική Φαρμακογνωσία-Δρογοχημεία» ή την «Εφαρμοσμένη Φαρμακογνωσία»


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία