φαρμακογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαρμακογνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacognosy < pharmaco- + -gnosy < φάρμακον + γνῶσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακογνωσία θηλυκό
- η επιστημονική μελέτη φυσικών ουσιών, κυρίως φυτών, αλλά και ορυκτών, ώστε να απομονωθούν φυσικά δραστικά συστατικά και να μελετηθούν ως φάρμακα
- φαρμακογνωσία-φαρμακολογία: τομέας του πανεπιστημιακού τμήματος της Φαρμακευτικής
- μπορεί κάποιος να επιλέξει τη «Γενική Φαρμακογνωσία-Δρογοχημεία» ή την «Εφαρμοσμένη Φαρμακογνωσία»
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαρμακογνωσία