Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρμακογνωστικός η φαρμακογνωστική το φαρμακογνωστικό
      γενική του φαρμακογνωστικού της φαρμακογνωστικής του φαρμακογνωστικού
    αιτιατική τον φαρμακογνωστικό τη φαρμακογνωστική το φαρμακογνωστικό
     κλητική φαρμακογνωστικέ φαρμακογνωστική φαρμακογνωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρμακογνωστικοί οι φαρμακογνωστικές τα φαρμακογνωστικά
      γενική των φαρμακογνωστικών των φαρμακογνωστικών των φαρμακογνωστικών
    αιτιατική τους φαρμακογνωστικούς τις φαρμακογνωστικές τα φαρμακογνωστικά
     κλητική φαρμακογνωστικοί φαρμακογνωστικές φαρμακογνωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμακογνωστικός < φαρμακογνωσία

  Επίθετο επεξεργασία

φαρμακογνωστικός, -ή, -ό

  • σχετικός με την επιστήμη της φαρμακογνωσίας, τη μελέτη κυρίως φυσικών πηγών για την εύρεση φαρμάκων


Συγγενικά επεξεργασία