↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανταχτός η φανταχτή το φανταχτό
      γενική του φανταχτού της φανταχτής του φανταχτού
    αιτιατική τον φανταχτό τη φανταχτή το φανταχτό
     κλητική φανταχτέ φανταχτή φανταχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανταχτοί οι φανταχτές τα φανταχτά
      γενική των φανταχτών των φανταχτών των φανταχτών
    αιτιατική τους φανταχτούς τις φανταχτές τα φανταχτά
     κλητική φανταχτοί φανταχτές φανταχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φανταχτός < φαντάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

φανταχτός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία