Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φανταχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φανταχτ
ός
η
φανταχτ
ή
το
φανταχτ
ό
γενική
του
φανταχτ
ού
της
φανταχτ
ής
του
φανταχτ
ού
αιτιατική
τον
φανταχτ
ό
τη
φανταχτ
ή
το
φανταχτ
ό
κλητική
φανταχτ
έ
φανταχτ
ή
φανταχτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φανταχτ
οί
οι
φανταχτ
ές
τα
φανταχτ
ά
γενική
των
φανταχτ
ών
των
φανταχτ
ών
των
φανταχτ
ών
αιτιατική
τους
φανταχτ
ούς
τις
φανταχτ
ές
τα
φανταχτ
ά
κλητική
φανταχτ
οί
φανταχτ
ές
φανταχτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φανταχτός
<
φαντάζω
Επίθετο
επεξεργασία
φανταχτός
ο
χτυπητός
, ο
φανταχτερός
, ο
εντυπωσιακός
όχι απαραίτητα ο
καλαίσθητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φανταχτός
αγγλικά
:
fanciful
(en)