φαλαρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φαλαρίς | αἱ | φαλαρίδες |
γενική | τῆς | φαλαρίδος | τῶν | φαλαρίδων |
δοτική | τῇ | φαλαρίδῐ | ταῖς | φαλαρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | φαλαρίδᾰ | τὰς | φαλαρίδᾰς |
κλητική ὦ! | φαλαρίς* | φαλαρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλαρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλαρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαλαρίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλαρίς, -ίδος θηλυκό
- (πτηνό) η φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες και οφείλει το όνομά του στο λευκό φαλακρό κεφάλι του (Fulica atra)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 875 (873-876)
- ὅσ᾽ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς, | ὀρίγανον γλαχὼ ψιάθως θρυαλλίδας | νάσσας κολοιὼς ἀτταγᾶς φαλαρίδας | τροχίλως κολύμβως.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 3 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ στεγανοπόδων τὰ μὲν βαρύτερα περὶ ποταμοὺς καὶ λίμνας ἐστίν, οἷον κύκνος, νῆττα, φαλαρίς, κολυμβίς, ἔτι βόσκας, ὅμοιος μὲν νήττῃ, τὸ δὲ μέγεθος ἐλάττων, καὶ ὁ καλούμενος κόραξ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 875 (873-876)
- (βότανο) είδος χόρτου (Phalaris nodosa)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φαλαρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαλαρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.