φαλαρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλαρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαλαρίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλαρίδα θηλυκό
- υδρόβιο πουλί (Fulica atra) με μαύρο πτέρωμα
- ονομασία πολλών φυτών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φαλαρίδα στη Βικιπαίδεια