Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαλαινοθηρικό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φαλαινοθηρικ
ό
τα
φαλαινοθηρικ
ά
γενική
του
φαλαινοθηρικ
ού
των
φαλαινοθηρικ
ών
αιτιατική
το
φαλαινοθηρικ
ό
τα
φαλαινοθηρικ
ά
κλητική
φαλαινοθηρικ
ό
φαλαινοθηρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαλαινοθηρικό
<
φάλαινα
+
θήρα
+
-ικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαλαινοθηρικό
ουδέτερο
αλιευτικό
σκάφος
με ειδικό εξοπλισμό για το
κυνήγι
φαλαινών
Συνώνυμα
επεξεργασία
φαλαιναλιευτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαλαινοθηρικό
αγγλικά
:
whaler
(en)
,
whaleboat
(en)
γαλλικά
:
baleinier
(fr)