φαλαιναλιευτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαλαιναλιευτικό < φάλαινα + αλιευτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαλαιναλιευτικό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαλαιναλιευτικό
→ δείτε τη λέξη φαλαινοθηρικό |
φαλαιναλιευτικό ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη φαλαινοθηρικό |