↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαημένος η φαημένη το φαημένο
      γενική του φαημένου της φαημένης του φαημένου
    αιτιατική τον φαημένο τη φαημένη το φαημένο
     κλητική φαημένε φαημένη φαημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαημένοι οι φαημένες τα φαημένα
      γενική των φαημένων των φαημένων των φαημένων
    αιτιατική τους φαημένους τις φαημένες τα φαημένα
     κλητική φαημένοι φαημένες φαημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαημένος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

φαημένος

  1. ο φαγωμένος, αυτός που έχει ήδη φάει
    ⮡ - Έλα μάνα μου να σε τζιεράσουμεν τίποτε! - Όι, όι, εγιώ είμαι φαημένος!
  2. (μεταφορικά) ο φθαρμένος, χτυπημένος
    ⮡ Τα παπούτσια σου εν νάκκον φαημένα, εν τζιαι 'ννα πάεις έτσι τζιαμέ!