φαημένος
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαημένος | η | φαημένη | το | φαημένο |
γενική | του | φαημένου | της | φαημένης | του | φαημένου |
αιτιατική | τον | φαημένο | τη | φαημένη | το | φαημένο |
κλητική | φαημένε | φαημένη | φαημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαημένοι | οι | φαημένες | τα | φαημένα |
γενική | των | φαημένων | των | φαημένων | των | φαημένων |
αιτιατική | τους | φαημένους | τις | φαημένες | τα | φαημένα |
κλητική | φαημένοι | φαημένες | φαημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαημένος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαφαημένος
- ο φαγωμένος, αυτός που έχει ήδη φάει
- ⮡ - Έλα μάνα μου να σε τζιεράσουμεν τίποτε! - Όι, όι, εγιώ είμαι φαημένος!
- (μεταφορικά) ο φθαρμένος, χτυπημένος
- ⮡ Τα παπούτσια σου εν νάκκον φαημένα, εν τζιαι 'ννα πάεις έτσι τζιαμέ!