Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φενᾰκ-
ονομαστική φέναξ οἱ φένακες
      γενική τοῦ φένακος τῶν φενάκων
      δοτική τῷ φένακ τοῖς φέναξ(ν)
    αιτιατική τὸν φένακ τοὺς φένακᾰς
     κλητική ! φέναξ φένακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φένακε
γεν-δοτ τοῖν  φενάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέναξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φέναξ, -ακος αρσενικό ή θηλυκό

  1. απατεώνας, αγύρτης, ψεύτης
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 909 (908-910)
    τοῦτον δὲ πρῶτ᾽ ἐλέγξω, | ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ οἵοις τε τοὺς θεατὰς | ἐξηπάτα μώρους λαβὼν παρὰ Φρυνίχῳ τραφέντας.
    τί απατεώνας ήτανε και κατεργάρης τούτος | θα δείξω πρώτα· και με ποιά μέσα, θεατές γελούσε | που ο Φρύνιχος πριν απ᾽ αυτόν τους είχε αποβλακώσει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. κωμική ονομασία του πτηνού φοῖνιξ
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 89 @scaife.perseus
    παρέθηκεν ἡμῖν· ὄνομα δʼ ἦν αὐτῷ φέναξ.
  3. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) Φένακες: θεότητες της απάτης, που προστάτευαν τους απατεώνες

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία