Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψιτενής η υψιτενής το υψιτενές
      γενική του υψιτενούς* της υψιτενούς του υψιτενούς
    αιτιατική τον υψιτενή την υψιτενή το υψιτενές
     κλητική υψιτενή(ς) υψιτενής υψιτενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψιτενείς οι υψιτενείς τα υψιτενή
      γενική των υψιτενών των υψιτενών των υψιτενών
    αιτιατική τους υψιτενείς τις υψιτενείς τα υψιτενή
     κλητική υψιτενείς υψιτενείς υψιτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψιτενής < ελληνιστική κοινή ὑψιτενής < αρχαία ελληνική ὕψος + τείνω

  Επίθετο επεξεργασία

υψιτενής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία