υπόγρυπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπόγρυπος < ελληνιστική κοινή ὑπόγρυπος < ὑπό + αρχαία ελληνική γρῡπός
Επίθετο επεξεργασία
υπόγρυπος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει κάπως γαμψή μύτη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπόγρυπος
|
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)