υπονομευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπονομευμένος <
Μετοχή επεξεργασία
υπονομευμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπονομεύω
- ↪} Με υπονομευμένες τις δημοκρατικές διαδικασίες, οι Απριλιανοί πέτυχαν πιο εύκολα το στόχο τους.
- → δείτε τη λέξη υπονομεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπονομευμένος