Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπομνηματισμένος η υπομνηματισμένη το υπομνηματισμένο
      γενική του υπομνηματισμένου της υπομνηματισμένης του υπομνηματισμένου
    αιτιατική τον υπομνηματισμένο την υπομνηματισμένη το υπομνηματισμένο
     κλητική υπομνηματισμένε υπομνηματισμένη υπομνηματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπομνηματισμένοι οι υπομνηματισμένες τα υπομνηματισμένα
      γενική των υπομνηματισμένων των υπομνηματισμένων των υπομνηματισμένων
    αιτιατική τους υπομνηματισμένους τις υπομνηματισμένες τα υπομνηματισμένα
     κλητική υπομνηματισμένοι υπομνηματισμένες υπομνηματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπομνηματισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υπομνηματίζω

  Μετοχή επεξεργασία

υπομνηματισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία