ανυπομνημάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανυπομνημάτιστος < αν- στερητικό + υπομνηματίζω, υπομνηματισ- + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.po.mniˈma.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νυ‐πο‐μνη‐μά‐τι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ανυπομνημάτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει υπομνηματιστεί, που δεν έχει υπόμνημα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υπομνηματίζω, υπόμνημα και μνήμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανυπομνημάτιστος
|
Πηγές επεξεργασία
- ανυπομνημάτιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)