Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποκλεμμένος η υποκλεμμένη το υποκλεμμένο
      γενική του υποκλεμμένου της υποκλεμμένης του υποκλεμμένου
    αιτιατική τον υποκλεμμένο την υποκλεμμένη το υποκλεμμένο
     κλητική υποκλεμμένε υποκλεμμένη υποκλεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποκλεμμένοι οι υποκλεμμένες τα υποκλεμμένα
      γενική των υποκλεμμένων των υποκλεμμένων των υποκλεμμένων
    αιτιατική τους υποκλεμμένους τις υποκλεμμένες τα υποκλεμμένα
     κλητική υποκλεμμένοι υποκλεμμένες υποκλεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκλεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποκλέπτω

  Μετοχή επεξεργασία

υποκλεμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία