υποκλεμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκλεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποκλέπτω
Μετοχή επεξεργασία
υποκλεμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υποκλέπτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποκλεμμένος
|
υποκλεμμένος, -η, -ο
|