Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποθάλαμος οι υποθάλαμοι
      γενική του υποθάλαμου
υποθαλάμου
των υποθάλαμων
υποθαλάμων
    αιτιατική τον υποθάλαμο τους υποθάλαμους
υποθαλάμους
     κλητική υποθάλαμε υποθάλαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
υποθάλαμος ανθρώπινου εγκεφάλου

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποθάλαμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική hypothalamus, hypo- αρχαία ελληνική ὑπό (υπο-) + θάλαμος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈθa.la.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐θά‐λα‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποθάλαμος αρσενικό

  • (ανατομία) μέρος του εγκεφάλου που σχετίζεται με την έκλυση ορμονών και πρωτόγονα ένστικτα όπως η πείνα, η δίψα, ο ύπνος, η κούραση και η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία