↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδηλωμένος η υποδηλωμένη το υποδηλωμένο
      γενική του υποδηλωμένου της υποδηλωμένης του υποδηλωμένου
    αιτιατική τον υποδηλωμένο την υποδηλωμένη το υποδηλωμένο
     κλητική υποδηλωμένε υποδηλωμένη υποδηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδηλωμένοι οι υποδηλωμένες τα υποδηλωμένα
      γενική των υποδηλωμένων των υποδηλωμένων των υποδηλωμένων
    αιτιατική τους υποδηλωμένους τις υποδηλωμένες τα υποδηλωμένα
     κλητική υποδηλωμένοι υποδηλωμένες υποδηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποδηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποδηλώνω

υποδηλωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία