Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποδηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποδηλωμέν
ος
η
υποδηλωμέν
η
το
υποδηλωμέν
ο
γενική
του
υποδηλωμέν
ου
της
υποδηλωμέν
ης
του
υποδηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
υποδηλωμέν
ο
την
υποδηλωμέν
η
το
υποδηλωμέν
ο
κλητική
υποδηλωμέν
ε
υποδηλωμέν
η
υποδηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποδηλωμέν
οι
οι
υποδηλωμέν
ες
τα
υποδηλωμέν
α
γενική
των
υποδηλωμέν
ων
των
υποδηλωμέν
ων
των
υποδηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
υποδηλωμέν
ους
τις
υποδηλωμέν
ες
τα
υποδηλωμέν
α
κλητική
υποδηλωμέν
οι
υποδηλωμέν
ες
υποδηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποδηλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υποδηλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
υποδηλωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υποδηλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποδηλωμένος
αγγλικά
:
connoted
(en)
,
suggested
(en)