υπογραμματέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | υπογραμματέας | οι | υπογραμματείς |
γενική | του του/της |
υπογραμματέα υπογραμματέως |
των | υπογραμματέων |
αιτιατική | τον/την | υπογραμματέα | τους/τις | υπογραμματείς |
κλητική | υπογραμματέα | υπογραμματείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπογραμματέας < αρχαία ελληνική ὑπογραμματεύς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.ɣɾa.maˈte.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐γραμ‐μα‐τέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπογραμματέας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπογραμματέας
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- υπογραμματέας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)