Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπογραμματέας οι υπογραμματείς
      γενική του
του/της
υπογραμματέα
υπογραμματέως
των υπογραμματέων
    αιτιατική τον/την υπογραμματέα τους/τις υπογραμματείς
     κλητική υπογραμματέα υπογραμματείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπογραμματέας < αρχαία ελληνική ὑπογραμματεύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ɣɾa.maˈte.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐γραμ‐μα‐τέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπογραμματέας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία