↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπογραμματεύς οἱ ὑπογραμματεῖς - ὑπογραμματῆς*
      γενική τοῦ ὑπογραμματέως τῶν ὑπογραμματέων
      δοτική τῷ ὑπογραμματεῖ τοῖς ὑπογραμματεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ὑπογραμματέ τοὺς ὑπογραμματέᾱς
     κλητική ! ὑπογραμματεῦ ὑπογραμματεῖς - ὑπογραμματῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπογραμματ1 ή ὑπογραμματεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ὑπογραμματέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπογραμματεύς < ὑπο- + γραμματεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπογραμματεύς αρσενικό