Δείτε επίσης: υπογραμμή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπογράμμιση οι υπογραμμίσεις
      γενική της υπογράμμισης* των υπογραμμίσεων
    αιτιατική την υπογράμμιση τις υπογραμμίσεις
     κλητική υπογράμμιση υπογραμμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπογραμμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπογράμμιση < υπογραμμίζω + -ση[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική soulignage[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπογράμμιση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. υπογράμμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπογράμμισηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)