υποβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποβάλλω
Μετοχή
επεξεργασίαυποβεβλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υποβάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποβεβλημένος
|
υποβεβλημένος, -η, -ο
|