υπηρετημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπηρετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπηρετώ
Μετοχή επεξεργασία
υπηρετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπηρετώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπηρετημένος
|
υπηρετημένος, -η, -ο
|