υπερχρονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερχρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερχρονίζω
Μετοχή
επεξεργασίαυπερχρονισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπερχρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερχρονισμένος
|
υπερχρονισμένος, -η, -ο
|