Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερχρονισμένος η υπερχρονισμένη το υπερχρονισμένο
      γενική του υπερχρονισμένου της υπερχρονισμένης του υπερχρονισμένου
    αιτιατική τον υπερχρονισμένο την υπερχρονισμένη το υπερχρονισμένο
     κλητική υπερχρονισμένε υπερχρονισμένη υπερχρονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερχρονισμένοι οι υπερχρονισμένες τα υπερχρονισμένα
      γενική των υπερχρονισμένων των υπερχρονισμένων των υπερχρονισμένων
    αιτιατική τους υπερχρονισμένους τις υπερχρονισμένες τα υπερχρονισμένα
     κλητική υπερχρονισμένοι υπερχρονισμένες υπερχρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερχρονίζω

  Μετοχή επεξεργασία

υπερχρονισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία