Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερφορτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερφορτισμέν
ος
η
υπερφορτισμέν
η
το
υπερφορτισμέν
ο
γενική
του
υπερφορτισμέν
ου
της
υπερφορτισμέν
ης
του
υπερφορτισμέν
ου
αιτιατική
τον
υπερφορτισμέν
ο
την
υπερφορτισμέν
η
το
υπερφορτισμέν
ο
κλητική
υπερφορτισμέν
ε
υπερφορτισμέν
η
υπερφορτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερφορτισμέν
οι
οι
υπερφορτισμέν
ες
τα
υπερφορτισμέν
α
γενική
των
υπερφορτισμέν
ων
των
υπερφορτισμέν
ων
των
υπερφορτισμέν
ων
αιτιατική
τους
υπερφορτισμέν
ους
τις
υπερφορτισμέν
ες
τα
υπερφορτισμέν
α
κλητική
υπερφορτισμέν
οι
υπερφορτισμέν
ες
υπερφορτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υπερφορτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπερφορτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερφορτισμένος