↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερφορτισμένος η υπερφορτισμένη το υπερφορτισμένο
      γενική του υπερφορτισμένου της υπερφορτισμένης του υπερφορτισμένου
    αιτιατική τον υπερφορτισμένο την υπερφορτισμένη το υπερφορτισμένο
     κλητική υπερφορτισμένε υπερφορτισμένη υπερφορτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερφορτισμένοι οι υπερφορτισμένες τα υπερφορτισμένα
      γενική των υπερφορτισμένων των υπερφορτισμένων των υπερφορτισμένων
    αιτιατική τους υπερφορτισμένους τις υπερφορτισμένες τα υπερφορτισμένα
     κλητική υπερφορτισμένοι υπερφορτισμένες υπερφορτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

υπερφορτισμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις

επεξεργασία